χειρόνιπτρον — basin for washing the hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρονίπτρων — χειρόνιπτρον basin for washing the hands neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνιπτρα — χειρόνιπτρον basin for washing the hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρόνιβον — τὸ, Α το χειρόνιπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειρόνιπτρον σχηματισμένος < χειρ(ο) * + νιβον (< νίβω, άλλο τ. τού νίπτω)] … Dictionary of Greek
ναματάριον — ναματάριον, τὸ (Μ) λεκάνη στην οποία έπλεναν τα χέρια, το χειρόνιπτρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. άριο(ν), πρβλ. λεβητ άριον] … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χερόνιπτρον — τὸ, Α βλ. χειρόνιπτρον … Dictionary of Greek